- μιξόχλωρος
- μιξόχλωρος, -ον (Α)(για το χρώμα τού δέρματος) πρασινωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + χλωρός (πρβλ. υδατό-χλωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιξόχλωρον — μιξόχλωρος yellowish masc/fem acc sg μιξόχλωρος yellowish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek